κατάλαμπρος

κατάλαμπρος
-η, -ο (AM κατάλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάλαμπρος — very bright masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλαμπρον — κατάλαμπρος very bright masc/fem acc sg κατάλαμπρος very bright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλάμπρους — κατάλαμπρος very bright masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμπρύνω — (AM καταλαμπρύνω) [κατάλαμπρος] καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”